- συνηλικία
- συνηλῐκί-α, poet. [suff] συνηλῐκι-ίη, ἡ,A body of comrades or playmates, Supp. Epigr.6.140.22 (Phrygia, iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηλικία — και μτγν. ποιητ. τ. συνηλικίη, ἡ, Α [συνῆλιξ, ήλικος] ομάδα παιδιών τής ίδιας ηλικίας … Dictionary of Greek
συνηλικιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνηλικιώτισσα Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, ώτιδος, Μ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με άλλον, ο συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηλικία + επίθημα ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] … Dictionary of Greek